Άκου και σημείωνε, καθρέφτη μου ζηλόφθονε, αν με ένοιαζαν οι τόσοι, το μαλλί θα είχα στρώσει. Αίτια ποιητικά θέλουνε παθητικές. Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις πως να ορίζεις τις φωνές. Δεν πειράζει, κάνω χάζι να τους βλέπω ν’ απορούν. Και στα κινητά να ψάχνουν για να επιβεβαιωθούν. Δεν τους λένε οι οθόνες τα βαριά τα μυστικά, δείχνουν μόνο τις εικόνες που θέλουν τα αφεντικά. Βιάσου, κόπιασε, αγχώσου μην πετάει το τσουλούφι κι ό,τι μόδα σου μοστράρουν να την πίνεις μονορούφι. Ξόδεψε να εξασφαλίσεις τα επίθετα, μα να τσιγκουνεύεσαι για τα ουσιαστικά. Ό,τι δε φέρνει ακολούθους θα κοπεί.
Τις Κυριακές πλέκω εαυτούς από ετερότητες. Θέλω οι εξισώσεις μου ν’ αμφισβητούν τις πιθανότητες. Γιατί αν αρχίσω να νοιάζομαι για ύστερα και προηγούμενα, όλα τ’ ορίσματα θα καταλήξουνε κρατούμενα σ’ υψίστης ασφαλείας φυλακές. Μια πράξη μόνο, ανυπολόγιστη, με το ίσον στη γωνία. Ρωτάει το κινητό με αγωνία, εξαγριωμένο που δεν είναι οι πράξεις μου σωστές: “Θα μπεις στο νόημα; Θα συμπεράνεις τα προφανή; Καλά τα άπειρα και άγια τα απόλυτα, μα εδώ επιβιώνουμε δυαδικά. Σημεία αταίριαστα δεν καταλαβαίνει η μηχανή. Είναι τα δράματα, κόμποι και σφάλματα. Αντί για αβεβαιότητες, σκοτώνεις θαύματα. Πριν σβήσει ο κέρσορας, πιστεύεις θ’ αλλάξεις τη ροή;”
Άκου να ‘χεις υλικό, κινητό μου πρακτικό, αν με νοιάζαν οι πολλοί θα ‘χα στρώσει το μαλλί. Υφαντά χρωματιστά θέλουν προόδους γεωμετρικές. Αν δεν εκθέσεις δεν θα θέσεις διαδρομές για τις κλωστές. Δεν πειράζει, μάτι βγάζει πως δεν θέλουν να σκεφτούν. Και καθρέφτες ψάχνουν για να προσανατολιστούν. Δεν τις δείχνουν οι αντανακλάσεις τις ελαφριές τις διαφορές, παίζουν μόνο παραστάσεις που απαιτούν κοσμήτορες. Πρόσεξε, πάλεψε και χώσου, μη λαθέψεις στο πηλίκο κι ας τα πρόβατα να θέλουν για προστάτη τους το λύκο. Γίναν όλα περιττά, απόκτησε ακόμη ένα. Άσε τα άρτια ήσυχα, αδιάφορα είναι για σένα. Ο δρόμος είναι η βοή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου