Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Κοχυλάκι

Στο πορτοφόλι μου, κάπου ανάμεσα στα κέρματα που κρατάω για τα εισιτήρια του λεωφορείου και άλλα μικροέξοδα, υπάρχει κάτι παράταιρο: ένα κοχυλάκι. Ένα κοχυλάκι τόσο δα που σχεδόν φοβάμαι να το κρατήσω μη μου φύγει από τα χέρια και το χάσω. Αυτό θα ήταν φοβερό και δε θα το άντεχα. Το ανακαλύπτω κάθε φορά που ξεκουμπώνω τη θήκη να κρύβεται, θαρρείς φοβισμένο, κάτω απ’ το μεταλλικό κουδούνισμα. Κάθε φορά ο ίδιος ενθουσιασμός με συνεπαίρνει. Ένας ενθουσιασμός υβριδικός, που μπλέκει το δέος της πρωτόγνωρης εμπειρίας με την ανακούφιση επιβεβαίωσης του οικείου. Άραγε εσύ τι παρόμοιο κρατάς μαζί με τα ψιλά σου; 

Δε συνηθίζω να φυλάω πράματα στο πορτοφόλι εσκεμμένα. Ό,τι παραμένει εκεί για καιρό απλά έχει ξεχαστεί, γλιστρώντας ανεπαίσθητα στα σχίσματα για τις κάρτες, παραχωμένο σε κάποια θήκη που χρησιμοποιώ σπάνια. Όπως ένα ακυρωμένο εισιτήριο για διαδρομές που πάνε μήνες που έκανα ή μια απόδειξη από περίπτερο για μπισκότα που ούτε θυμάμαι πότε είχα φάει. Ναι, δεν είμαι κι ο πιο νοικοκύρης άνθρωπος σ’ αυτά τα θέματα. Δεν είναι πως δυσκολεύομαι να αποχωριστώ αντικείμενα χωρίς εναπομείνουσα χρηστική αξία, κάθε άλλο. Είναι μάλλον ακριβώς αυτή η διαπίστωση που με κάνει αντ’ αυτού να τα αγνοώ παντελώς, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. 

Μα αυτό το κοχυλάκι σημαίνει τόσα πολλά για μένα. Βαρύτιμο κειμήλιο, μένει εκεί αμετακίνητο επίτηδες, άσχετα απ’ τη λοιπή κομπανία της λήθης. Σε μέγεθος με το ζόρι είναι μεγαλύτερο από το χάπι που παίρνει ο πατέρας μου –ποτέ δεν κατάλαβα πώς ένα μικροσκοπικό σκεύασμα ρυθμίζει την πίεση ενός παθιασμένου υπέρβαρου τεχνίτη με κάμποσες δεκαετίες κάτω απ’ τη ζώνη των εργαλείων του. Περίεργος συνειρμός. Κι όμως, σα κρατούσα τις προάλλες το κοχύλι μου, καθισμένος σ’ ένα παγκάκι και χαμένος στις μνήμες, μα την αλήθεια μου ήρθε να το πιω. Πίστευα ακλόνητα πως ήταν χάπι: πικρό αλλά ευεργετικό. Ευτυχώς αντιστάθηκα στην παρόρμηση. 

Το είχα μαζέψει σε μια παραλία στην οποία ποτέ δεν θα μπορέσω να ξαναπάω. Γνώρισα τη φωτιά και τ’ αστέρια σ’ αυτήν την παραλία. Έκλεψα λίγο απ’ το ρυθμό των κυμάτων -ελάχιστο όπως φαίνεται γιατί ακόμη αδέξιος είμαι. Αδέξιος και τότε, με μια άτσαλη κίνηση του αγκώνα σκόρπισα τα κοχύλια σου κατάχαμα. Με κοίταξες αυστηρά, σηκώθηκες και τα μάζεψες. Σου ξέφυγε ένα μιρκούλι που ήρθε και τρύπωσε κοντά μου. “Σε συμπάθησε, κράτα το” μου είπες. Ήταν τόσο θλιβερά άδεια η παραλία εκείνη την ημέρα, λες κι ερχότανε τσουνάμι –όντως ερχότανε. Η παραλία πλέον νοικιάστηκε αλλού. Το είδα γραμμένο στου κουδούνι.

Σχόλια