Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πίνω και Μυθώ

Ξεκίνησε να λέει ένας φίλος: “Μ’ αρέσουν οι σκέψεις. Έρχονται, κάθονται στο δίπλα τραπέζι και πιάνουν ψιλή κουβεντούλα. Έχουν πάντα απ’ εκείνες τις υπερκόσμιες συζητήσεις που κάθε παρέα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να κάνει. Κάθε τόσο ξεσπάνε σε γέλια. Μειδιώ κι εγώ, φορτισμένος τη θετική τους ενέργεια. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι έχω εμπλακεί σ’ ό,τι λένε και παρακολουθώ ανελλιπώς. Ίσως κιόλας να ‘χω γείρει κάπως άκομψα στο μέρος τους λησμονώντας προσχήματα. Εκείνες δεν μοιάζουν να ενοχλούνται. Κάθε άλλο! Θαρρείς επίτηδες, τότε ξεκινούν τα πικάντικα και δώσ’ του χάχανα και ματιού κλεισίματα και ποτηριών τσουγκρίσματα κι εβίβα.

Αναγνωρίζω το μυστηριακό της στιγμής κι ενστικτωδώς σηκώνω κι εγώ το ποτήρι για πρόποση. Πριν καλά-καλά αντιληφθώ το τεταμένο μου χέρι, ανταποδίδουν. Χαμογελώ αμήχανα. Ανασηκώνονται και με κινήσεις ανάλαφρες βρίσκονται δίπλα μου και με κυκλώνουν. Δεν είναι πια ομήγυρη άλλη, μα μία και μόνη, η δικιά μου, πολυπληθής και θυμώδης. Παραγγέλνουν και πίνουμε στη γνωριμία μας. Σε λίγο κάπως το κεφάλι βουίζει. Απ’ το κρασί, τα λόγια, τη μουσική, όλα μαζί, ποιός ξέρει; Μα είναι γλυκό το βούισμα και το καλοδέχομαι. Ένα ποτήρι ακόμα και μετά άλλο ένα. Η παρέα μεγαλώνει. Δεν έχει πια όρια. Κάθε θαμώνας ομοτράπεζος και συμποσιαστής.

Πάνω στο κέφι παρατάμε τα καθίσματα κι αρχίζουμε τις γύρες. Όσο ο ρυθμός επιταχύνει, τόσο όλα χάνονται σ’ έναν φρενήρη, αποπροσανατολιστικό στροβιλισμό. Δεν ξέρω ποιο χέρι πιάνω, μα κρατιέμαι σαν να εξαρτάται η ζωή μου απ’ αυτό. Αν σταματήσω τα χοροπηδηχτά βήματα -που ίσως αν ήμασταν λιγότεροι στην πίστα κάποιος θα μπορούσε να παρομοιάσει με χορό- μια φαντασμαγορική καραμπόλα θα μας γκρεμίσει όλους κατάχαμα. Μα είμαι πια ξέπνοος κι είναι μαρτύριο να συνεχίσω. Απεγνωσμένα ψάχνω να βρω ένα σημείο εκτός του κύκλου για εκεί να τραβήξω και να σωθώ. Το μόνο που μένει, να προσμένω την τελευταία πενιά να λυτρωθώ…”.

Χειρονομούσε χορευτικά καθώς μιλούσε. Με παλμό και ένταση ασυναγώνιστη. Είπα πως –το πιθανότερο- τις φιγούρες του τις έμαθαν οι σκέψεις σε κάποιο ή περισσότερα απ’ τα πανηγυρικά ανταμώματά τους που όπως άφησε να εννοηθεί παρόλο που ήταν πάντα συμπτωματικά, δεν ήταν λίγα και συνέβαιναν με εξωπραγματική περιοδικότητα. Εκεί κάπου σταμάτησε, φαντάστηκα πως η καταληκτική πενιά για την ώρα είχε πέσει και τον άφησα λίγο να πιάσει την ανάσα του. Θα τον ρωτούσα αν κάποια απ’ αυτές τις μέρες θα ‘θελε να πηγαίναμε μαζί στο μαγαζί εκείνο, να πιούμε και να χορέψουμε, αλλά δεν πρόκαμα, βιάζονταν να προλάβει το λεωφορείο του.

Σχόλια