Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σερμπέτι και Μπαρούτη

Θέλεις, ω μέγα σύγχρονε στρατηλάτη, να καταλάβεις. Να καταλάβεις πολλά και γρήγορα. Αυτοκρατορία να ‘χεις στήσει αχανή, ώσπου να βράσει το βραδινό σου τσάι. Ξένα μέρη να πάρεις για δικά σου και τα κουμάντα σου να κάνεις τα δερβίσικα στους δρόμους και τις αποθήκες τους. Σήμερα κιόλας, που κίνησες απ’ την κρεβατοκάμαρα για να φτάσεις οσονούπω στο σαλόνι. Το λέει περδικούλα σου, το ξέρεις. Αγόρασες γαλόνια απ’ το ίντερνετ σε τιμή συμφέρουσα με άμεση παράδοση κατ’ οίκον. Για ασκήσεις στην τέχνη της πολιορκίας ούτε λόγος. Ό,τι είναι να μάθεις θα το μάθεις μπαμ και κάτω. Τα πιάνεις εύκολα εξάλλου. 

Τα πιάνεις εύκολα, εφόσον άλλοι ξέρουν να ρίξουν. Γιατί είναι και κάτι τύποι, τελείως ξεχαμπάρωτοι, μωρ’ αδελφάκι μου. Δόγηδες τάχα λογίζονται, μα μία δεν σκαμπάζουν από γουστόζικα τοπώνυμα. Όλο κάτι μακρυνάρια δυσκολοπρόφερτα σε γλώσσες ασυνάρτητες μολογάνε, σαν ρωτάς για πού τραβάνε συνήθως οι κοσμοκράτορες. Ετούτοι κάργα σε φθονούν και σ’ επιβουλεύονται, να ξέρεις. Γιατί είσαι μερακλής και ξύπνιος, ενώ αυτοί γυαλάκηδες και καμπούρηδες. Ορθώς δεν δίνει σημασία η αφεντιά σου. Δεν είμαστε δα για εκστρατείες μεγάλες. Μ’ ελέφαντες, κριούς κι έτερα κτήνη υπό του Νώε διασωθέντα. Ένα κανόνι βαρύ και καλογυαλισμένο φτάνει. Με χείλια χοντρά, στόμα φαρδύ και φιτίλι κοντό. 

Αν έχουν τσίπα οι υπέρμαχοι των θέσεων που θα σημαδεύει η βλοσυρή του κάννη, να θαυμάσουν τη λάμψη του πρέπει και να παραδωθούν αμαχητί. Με συναπτικές διαδικασίες. Ομοίως και κάθε πόλη-στόχος. Ας ξεχάσει ταμπούρια, γιούργια και άλλα καλαμπούρια. Να σκοντάψει και να πέσει μονάχη. Να σπάσει τα δόντια της και τα καμπαναριά της και να μείνει αδοξολόγητη φαφούτα. Ν' αφοπλιστεί οικειοθελώς, να γονατίσει και τα κορδόνια να σου δέσει γιατί οι κόμποι σε μπερδεύουν. Να γίνει μικρή -τρία σπίτια κι ένα μπακάλικο- να χωράει στην τσέπη με άνεση. Να χωράει στη ζωή που τρέχει. Και το γλυκό σου το κεφάλι. 

Οι περήφανες πολιτείες είναι ωραίες μονάχα ως ορόσημα στο χάρτη σου. Εκεί ανάμεσα σε βαθιές τσαλάκες και λεκέδες από λιγδιασμένα δάχτυλα. Κάποιες βούλες ακόμα με τα ένδοξα χρώματά σου και τίποτα άλλο. Περιμένεις τα φλάμπουρα στα μπαλκόνια να ‘χουν αλλάξει για να ταιριάζουν στο θυρεό του νου σου πριν καν φτάσεις στο μακρύ ημίσκιο των προμαχώνων. Ανοιχτές πύλες και ξεκλείδωτες πόρτες. Να μπεις, να πάρεις και να φύγεις. Αλώβητος. Ακάματος. Τασάκι για βραδύκαυστες γόπες και σαλιωμένα τσόφλια από σπόρια ν’ αφήσεις την ξακουστή πλατεία, που κάποτε σύναζε οπλαρχηγούς και χειροτονούσε επισκόπους. Αν όχι αυτή, τότε μια άλλη. Αρκεί να καταλάβεις.

Σχόλια