Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έλα Όπως Είσαι

Ό,τι μερεύει ανήσυχη ματιά καταρχήν καλοδεχούμενο. Κι ό,τι πνοή δροσιάς χαρίζει σε έμπυρα πνευμόνια ας κοπιάσει ανεπιφύλακτα. Δίχως να προσυπογράψει ρήτρες δρακόντειες με γράμματα ψιλά ή σε πιστοποιημένες εξετάσεις πολιτογράφησης να επιτύχει μετά φρονίμου γνώσης. Μήτε απαιτείται ένδειξη αυστηρή του κατεπείγοντος να φέρει εμφανώς κι απαραλείπτως. Ούτως ειπείν, η ανοιχτή πρόσκληση τούτη δεν νοείται μέριμνα ειδική, εφαρμοστέα κατ’ εξαίρεση σε σπάνιες περιπτώσεις, όπου συνθήκες τινές επιτρέπουν ανέξοδη προσηγορική φιλευσπλαχνία. Ισχύει πάντα. Στο ακέραιο. Ακόμα κι αν έχει παρέλθει από απροσδιορίστου η επίπονη δυσκαμψία ένεκα της ανοσιουργού απειλής με την οποία μπολιάζουν άδρεπτα κορμιά ο τάραχος και το θέρμος. 

Τα γράδα σου ν’ αντικαταστήσεις εκ προοιμίου με άλλα μη σκεφτείς. Ίσως, αν το ‘κανες, να ‘χες λιγότερες πιθανότητες να θίξεις εξευγενιστικές ευαισθησίες. Μα θα ‘ταν τότε οι ρακές αγνώριστες, πικρόπιοτες. Δεν είναι μερακλίδικο να ‘χεις δικές σου νταμιτζάνες στο κελάρι κι από αδιαβάθμητο καραφάκι να ψευτοπίνεις. Ελπίζω δηλαδή. Καμία υποχρέωση για ραπόρτο λεπτομερές και διασταυρώσιμο επί της συνταγής σου. Πώς βρέθηκαν τα βήματα ή τι έχουν τάχα να προσφέρουν δεν χρειάζεται να δηλώσεις πειστικά πέρα πάσης αμφιβολίας. Ούτε βέβαια να συντάξεις μελέτη τεχνική εξ’ ονόματός τους. Ο μόνος εμπειρογνώμονας κριτής και νόμιμος καταπιστευματοδόχος παραμένεις. Ως τέτοιο σ’ αναγνωρίζω αναντίρρητα.

Αν έτσι να στέκεις κατορθώνεις και να θωρείς τα πέρατα μ’ ελπίδα, ας είναι. Κανείς δε μ’ έχρισε στη γαλήνη σου ενωμοτάρχη. Κι ούτε ζητάω ν’ αναλάβω τέτοιο ρόλο αυτεπαγγέλτως προς περιφρούρηση θρασύδειλης δημόσιας αιδούς. Δεν κινδυνεύει ο κόσμος από βαδίσματα προς την ανάσταση. Κι είναι αντιπαραγωγικό η δικιά μου εκδοχή του αγαθού τις δρασκελιές των πάντων να πασχίζει να εγκρίνει. Μία προς μία, μήπως και τύχει καμιά ανάξια να βρει. Μονάχα αγκάθινα στεφάνια και καρφιά υποπτεύομαι. Αν κι εκείνα το ρόλο τους μπορεί να παίζουν στη μεγάλη κι αμφιλεγόμενη παράσταση της ζωής. Δεν κρίνω. Ή, όσο να ‘ναι, προσπαθώ. 

Στα γόνατα δεν θέλω να σε βλέπω από το βάρβαρο βάρος της διβουλίας διπλωμένο. Ούτε μ’ αφρούς στο στόμα από τη λυσσασμένη δίψα της μιζέριας. Εσύ τους τρόπους της πλήρωσής σου απόλυτα ορίζεις. Κι ας είναι οι γλώσσες τους από αυτές που δεν κατέω. Κι ας είναι οι στράτες τους από εκείνες που δεν θέλω να διαβώ. Μακάρι κι άλλοι να έβρισκαν τρόπους από τα πλοκάμια της οδύνης να ξεφύγουν. Μακάρι κι άλλοι να κρατούσαν τους πλωτήρες τους σιμά στοργικά δίχως ντροπές. Τι με κοιτάς απορημένος; Πες τους να μείνουν. Σίγουρα, μωρέ. Ή να περνούν να χαιρετάνε κάπου-κάπου. Όπως βολεύει.


Σχόλια