Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Α-συμφωνία σε Ρε Μείζονα

Κι όλοι τριγύρω ξέρουμε πώς είν’ ο κόσμος. Ή κάλλιο πώς πρέπει να ‘ναι. Εμείς μονάχα ανάμεσα σε όλους. Αυθάδικα στοιβάζουμε τις γνώμες μας σε ξένες πλάτες. Ν’ αράζουνε νωχελικά και μπέικα, ορόσημο να γίνουν. Μήτε ρωτάμε γι’ αντοχές ή πρόθεση ή ζέση. Μήτε μας μέλλει. Απλά το βάθρο να ψηλώνει. Να σκαρφαλώσουμε έπειτα εμείς μαέστροι επάνω. Να διευθύνουμε τη δύσμοιρη, ξεκούρδιστη ορχήστρα, που ικέτιδα παρακαλεί απ’ το θόρυβο να γλιτώσει της αμέλειας. Ευθύς σηκώνουμε χέρια να υποδείξουμε ρυθμό. Τον έναν. Τον απόλυτο. Αυτόν που ο νους μας πλάθει. Άσχετα άμα μάθαμε ποτέ ρυθμός τι πάει να πει. Ή ενορχήστρωση.

Δεν είναι δα και δύσκολο. Το κάνει ο καθένας. Ή θα ‘πρεπε. Λιγάκι μυαλό αν είχε. Κι αν όχι την οξύνοια, έστω τη φρόνηση παραδοχής ή και της πίστης θάρρος. Καταλαβαίνω, δεν είμαστε όλοι τυχεροί. Γι’ αυτό προσπάθεια θέλει. Δε γίνεται κάθε φορά να συζητάμε εξ’ αρχής αρχές, μέσα και τέλη. Μα κοίτα το. Απλό κι αυθόρμητο, θαρρείς νόμος της φύσης. Έτσι, όμως, όχι διαφορετικά. Ειδάλλως με ξεβολεύεις. Εξάλλου, ο ρυθμός είναι αυταπόδεικτος. Δεν παίρνει αμφιβολία. Κανόνας δίκαιος, φρόνιμος κι απαράβατος. Όπως ενδείκνυται κι αρμόζει. Τον δείχνω, να. Θα πρέπει να εκτιμάται. Κι όποιος αντιγνωμεί, δύο τινά: ψεύδεται ή πλανάται.

Τι εννοείς απ’ όλους ποιος; Ποια εκδοχή, πλαισίωση, ανάγνωση ή όψη; Οποίος αγενέστατος υπαινιγμός. Ένας είναι μόνο ο ρυθμός. Κι ήταν ο ίδιος πάντα. Αν στρέχεις τις παραλλαγές ισότιμες, πελαγοδρομείς. Με σύνεση και λογική να κρίνεις τα συμβάντα. Ακέραιος, απαράλλαχτος κι άριστα δομημένος. Κι ας φανερώθηκε τώρα αλλιώς απ’ ό,τι προηγουμένως. Όχι, καμιά αντίφαση, σφάλμα ή σοφιστεία. Δες το ξανά. Δες το και πριν. Το βλέπεις; Αρμονία. Πες το και συγκατάβαση, ναι. Στα λόγια μου έρχεσαι. Ή θά ‘ρθεις οσονούπω. Γιατί είσαι ξύπνιος και τσαχπίνης. Τους άλλους λυπάμαι. Ανθρώπους τυφλούς επίτηδες στον τρόπο τον ταιριαστό, τον εύκολο κι ωραίο.

Φοβούνται ν’ ανέβουν αψηλά κι ανάβαση καταριούνται. Κι οι πιο δολεροί ορκίζονται ανερυθρίαστα πως ύψος δεν υπάρχει. Μικρόψυχοι, ζηλόφθονες, πείσμονες, υπερόπτες. Που στις σκιές υπό ανέγερση πυργίσκων μισόλογα αλλάζουν δηκτικά. Ήταν τάχα ολοφάνερο κι όλοι συμφωνούσαν πως τέτοια θεμέλια σαθρά ποτέ δε θα φτουρούσαν. Έτσι το οικοδόμημα, κακότεχνο, κακόχρονο και πολυμιλημένο, σύγκορμο κλυδωνίζεται. Ζαλάδα πιάνει το μαέστρο, παραπατά, γκρεμίζεται. Σωριάζεται κι η στοίβα καταγής ξοπίσω του. Σκορπά με γδούπο. Οι ορμήνιες όπου λάχει. Εμ, ήθελε κι αυτός, τρομάρα του, βέργα και βήμα να ‘χει. Τόσες φορές του είχα πει, ποτέ δεν θα προκόψεις, αν χτίζεις πανωσηκώματα στου κόσμου τις απόψεις.

Σχόλια