Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παρά Θιν’ Αλλιώς


Τούτη την άμμο θάλασσα δεν τη νοτίζει. Μα στεγνή, πυρόξανθη δεν είναι της ερήμου. Είναι ιξώδης και μπλαβιά. Άβολη και σβέλτη. Πιο σβέλτη κι από τους λογισμούς ακόμα. Λογισμούς που μάθανε να τρέχουν σαν το φως για να ξεφεύγουν απ’ το σαρκοφάγο σκοτάδι της αδράνειας. Μα τώρα αργόσχολοι μοιάζουνε και ρέμπελοι. Όπου και να πας, δεν έχεις πάει πουθενά. Όλα τα βήματα σ’ αυτήν πίσω οδηγούν. Τη γνώριμη και ξένη. Αποπροσανατολισμός που φέρνει την απόγνωση. Κάθε κίνηση πιο βαθιά σε παραχώνει. Επομένως, στάση. Όχι του δύσμοιρου λεωφορείου που αγκομαχά ασθματικό τη διαδρομή να βγάλει. Αν κι αυτή εξίσου γκροτέσκα είναι.

Δεν είναι οι μασκοφόροι αυτοί εκδικητές το νόμο στα χέρια τους να πάρουν. Όχι πως έχουν άδεια χέρια δηλαδή. Το ‘να σφίγγει χειρολαβή ή ορθοστάτη. Ή απλώνεται όσο μπορεί, ισορροπία να κρατά γι’ ένα απ’ τα πιο ειλικρινή ζεϊμπέκικα της πλάσης. Και τ’ άλλο χέρι φυσικά βαστά τον παντογνώστη -που ‘μαθε στους ανθρώπους να ‘χουν το βλέμμα κάτω. Είναι εδώ η άμμος που καλοκαίρι δε μυρίζει, μα κάτι άλλο. Πιο αποπνικτικό κι απεχθές. Στις σαγιονάρες του πιτσιρικά στη γαλαρία. Στο καροτσάκι με τα ψώνια της γριάς. Και σ’ όλες τις ανάσες. Κρατημένες στων σπλάχνων τα μύχια μέχρι να γίνουν τοξικές.

Κι αν το λεωφορείο κάπου θα φτάσει κάποτε, δεν μπορείς να πεις κι εσύ το ίδιο. Πού θέλεις να πας αλήθεια; Τι κάνεις εδώ έξω μες την αφόρητη τη ζέστη; Βρες μια σκιά κι άραξε. Άστην να σε σκεπάσει, να δροσιστείς από τον κάματο της εξερεύνησης για τη μοναδική αλήθεια. Κι αν κάποια πράγματα που ήξερες χαθούν -οι παραλίες, τα μπαρ, οι εκκλησίες- δε θα πεθάνουμε κιόλας, βρε αδερφέ. Συμφέροντα πλέκουν τον κόσμο κι εσύ μόνο τα δάχτυλα. Κι αυτή η άμμος που όλο απλώνει, υποκινούμενη. Στημένα όλα. Κι εσύ στημένος. Σε ραντεβού που δε θυμάσαι πια τη συμφωνημένη ώρα.

Κλεψύδρα. Από μπουκάλια μπύρας χωρίς αλκοόλ, για να ‘χεις το κεφάλι καθαρό κι ανεφέλωτο. Μετράει μια διορία αγχωτική και μονότονη. Που και να αδειάσει χωρίς δισταγμό ή προειδοποίηση γυρίζει αντίστροφα και ξαναρχίζει. Που, εδώ που τα λέμε, αγνοείς αν αδειάζει ή γεμίζει, γιατί ο κόσμος ούτως ή άλλως είν’ άνω-κάτω. Κάθε κόκκος πέφτει βαρύς. Σαν ελέφαντας. Διψασμένος την προβοσκίδα κουνάει. Ικετευτικά. Καταμεσής στο δωμάτιο που μάταια προσπαθεί να δροσίσει ένας τσαλακωμένος ανεμιστήρας. Είναι η συνήθεια, η ελπίδα κι η αυτοματαίωση τα τρία του πτερύγια. Αυτά με κόπο την άμμο σωρεύουν σε ομοιόμορφες στοίβες. Κάποιος κατ' ευφημισμόν θα τις έλεγε ευθύνες.

Σχόλια