Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Στολίσκος που Ξέρεις

Αν ήμουν εφοπλιστής με επιχειρηματικό δαιμόνιο, τούτα τα καράβια, που τώρα δα σαλπάρουν απ’ το καρνάγιο της ψυχής, θα τα ‘χα χρυσοντύσει να γυαλίζουν κι ύστερα θα υπέγραφα συμβόλαια με ασφάλιστρα ακριβά. Στο χαμό πάνε. Γιατί σαν φτάνουν και καταλάβει πως τα καπετανεύει ο Κανένας, θα κάνει ο πόνος τα χέρια καταπέλτη να εκσφενδονίσει βράχους. Ή, το χειρότερο, θα στέκουν στον ορμίσκο αγνώριστα, καράβια ξένα σε γνώριμη ακροθαλασσιά. Κανένα χέρι στοργικό για προϋπάντηση. Ούτε ασπίδα να βγει ο πρώτος στη στεριά. Αυτές τις έλιωσε η φωτιά της λάγνας μέθης. Στην πυροστιά που και το σουβλί της έξης αιχμηρό αργοκαπνίζει θεριακλής.

Δεν είμαι όμως. Και μένουν ξύλο πεισματάρικο με μια αλατισμένη γραμμή επίγνωσης στα ίσαλα -σημάδι πως έμαθαν ταξίδι τι θα πει και μπάρκο. Όταν πρωτογύρισαν τσακισμένα απ’ τα μπλαβιά τα κύματα, μου είχαν πει οι διανάκτες συμπονετικά: “Είναι σκαριά δίχως περίσωση. Άστα στην άμμο που ξέρει να στοιβάζει θίνες”. Τους παράκουσα και τα καλαφάτησα μονάχος στα κρυφά. Μ’ απάρνηση κι ιδρώτα παρέμειναν αξιόπλοα. Ιδρώτα που χόρευε εκστατικός στον ήχο της ματσόλας. Ήρθανε τότε βράδυ και τα δέσανε με κάβους στιβαρούς του αναπόδραστου και κόμπους που δεν ήξερα να λύσω - δεν πήγα ποτέ μου στους προσκόπους. Θαρρούσαν θεάρεστο απόπλου να εμποδίσουν. 

Μείναν δεμένα για καιρό κάπου κοντά. Ώσπου κουράστηκαν στ’ αβαθή να επιπλέουν κι εγώ ομοίως. Βρήκα, λοιπόν, αγέρες τζαναμπέτηδες πρόθυμους να σπάσουν τα παλαμάρια και να φουσκώσουν τ’ άγραφα πανιά. Θέλαν ανέμελη γαλήνη πολλά καντάρια για αντιδώρισμα. Όλη σχεδόν που ‘χα φορτώσει στα αμπάρια, μα χαλάλι. Γιατί ελπίζω. Ελπίζω πως κι ένα απ’ όλα να κάνει το ταξίδι ολάκερο, μου φτάνει. Αρκεί για να με πείσει πως τις θάλασσες δεν τις διαβαίνουν άδικα, αν ανακάλυψαν λιμάνια που αξίζουν το δίχως άλλο να τα θυμούνται πάντα. Κι ας είναι η ελπίδα ρίσκο αλόγιστο που παίρνουν μόνο όσοι τους λείπει η πείρα. 

Κατακλυσμός κι εκείνη έριξε ξοπίσω πέτρα απ’ όπου ξεφύτρωσαν κόσμοι μετά. Σ’ έναν κόσμο απ’ αυτούς τώρα ανασαίνω, σαν τα πανιά που στα κατάρτια κυματίζουν λυτρωμένα. Δεν είχα ποτέ αναλογιστεί τι χρώμα έχουν. Τώρα καταλαβαίνω πώς σώθηκε τ’ αγνάντι απ’ τ’ αψηλά απόκρημνα: προφανώς βιάστηκε κι έτσι τα νόμισε λευκά. Πάλι καλά. Ωστόσο έμεινε το πέλαγο αβάπτιστο. Κι η αλήθεια είναι πως τα πανιά λευκά δεν ήταν. Ήταν σελίδες ποιήματα ατημελώς σβησμένα. Από κοντά θα είχε δει τις αυλακιές που σκάψαν λέξεις κι αρδεύσαν δάκρυα. Περνώ τ’ ακροδάχτυλα τυφλός να ξαναβρώ τη ρότα. Πάμε καράβια μου κι έχει ο Θεός!


Σχόλια