Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Προμήθεια

‘Με ποιο δικαίωμα συλλέγεις όση βαστάω ασημόσκονη κι όση στων ρούχων τις πτυχές τρυπώνει δόλια; Για να καμώνεσαι πως φτιάχνεις κόσμους ζωντανούς, αρτιμελείς, μ’ εκλάμψεις κι αντανακλάσεις; Αν είσαι μάστορας και κόσμους ανασταίνεις από της λήθης το ασχημάτιστο, τι τάχα θέλεις τη δικιά μου ταπεινή ουσία; Στο λέω καθαρά, η μαστοριά σου τούτη εμένα με προσβάλει. Γιατί κατά πως θέλεις μοναχά θα πλέξεις αυτές τις ίνες που ξέκλωσες λαθραία. Αλήθεια, το περίγραμμα μπορεί να στο χαλάλιζα, αν είχες την ευγενή προαίρεση απλά να το ζητήσεις. Αυτός, ωστόσο, ο σπινθήρας επάνω στο ακρόχειλο είναι δικός μου. Είμαι εγώ. Κάτω τα χέρια.’

Αυτά μου είπε και μου βαλε να πιω νερό. Είχε στις κινήσεις της μια γαλήνια στοργή που όλως παραδόξως έμοιαζε να υπογραμμίζει την ένταση αυτού του απρόκλητου μανιφέστου. Δεν ήμουν σίγουρος πώς έπρεπε ν’ αντιδράσω. Σήκωσα το ποτήρι αναντίρρητα. Κατηγορούσε άραγε εμένα; Αδύνατο! Είμαι υπεράνω υποψίας. Οι κόσμοι μου εμένα δεν έχουν δανεικές εκλάμψεις -ίσως δεν έχουν εκλάμψεις γενικά. Έριξα κλεφτές ματιές στο μολύβι και στο σημειωματάριο. Πράγματι πίστευα πως ήμουνα αθώος. Μα έλα που είχα φέρει τα σύνεργα ειδικά για την περίσταση και τα ‘χα αφήσει απροκάλυπτα πάνω στο τραπέζι. Τώρα ανησυχούσα μήπως ομολογούσαν και μ’ άφηναν δίχως άλλοθι.

Έτρεξε γοργός ο λογισμός να φέρει δικαιολογίες. Υπήρχε λόγος σοβαρός, να, ξέρεις εγώ… Κι κάπου μέσα στα κοινότυπα και τα σαθρά, μια σκέψη στιβαρή ορθώθηκε και πήρε να θεριεύει ως που έγινε αυταπόδεικτη συμπαντική αλήθεια. Αν είναι να ζήσεις χίλιες ζωές ιθαγενής και μέτοικος σε σελίδες ξένες, δε γίνεται να τις προστάζεις όλες. Θα ‘ναι σελίδες που δεν τις νοιάζει αν ζεις ή πέθανες. Αυτές θροΐζουν. Αν είναι να βρεις χίλιους εαυτούς, νοικοκύρηδες και επισκέπτες, σε καθρέφτες κρεμασμένους σε άγνωστους τοίχους, δε γίνεται να τους μαζέψεις όλους. Θα ‘ναι καθρέφτες που δεν τους νοιάζει αν βρήκες ή έχασες. Αυτοί γυαλίζουν.

Αποφάσισε εσύ τι θες να κάνεις. Θέλεις μια ζωή απαρέγκλιτη σ’ έναν εαυτό ακέραιο; Ή θες να ξέρεις πως μπορείς σε κάθε ανύποπτη γωνιά του νου και κάθε του λόγου γύρισμα ν’ ανακαλύπτεις εκδοχές και μοίρες θαυμάσια ετερόκλητες μα γνώριμες συνάμα; Αυτά ετοιμαζόμουν να της πω, μα δεν το τόλμησα. Είχα σηκώσει το μολύβι και το στριφογύριζα ανάμεσα στα δάχτυλα, παιχνίδισμα αμηχανίας. ‘Ε, δεν το σκέφτηκα…’ ξεστόμισα στο τέλος εν είδει απολογίας. Τα μάτια της λάμπρυναν. Τίναξε την παλάμη απορριπτικά, λυγίζοντας το χέρι στον καρπό. ‘Σιγά’ αποκρίθηκε κι έσκασε ένα χαμόγελο. Φωτιά που έκλεψε τιτάνας ελεήμονας κι έδωσε το παράδειγμα.

Σχόλια